δενδροκόλαψ

δενδροκόλαψ
δενδροκόλαψ, ο (Μ)
ο δενδροκολάπτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δενδροκολαύστης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δενδροκολαύστης — δενδροκολαύστης, ο (Μ) ο δενδροκολάπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. η λ. δενδροκολαύστης, καθώς και οι δενδροκόλαφος, δενδροκόλαψ < δρυοκολάπτης με παρετυμολογική επίδραση] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”